- εξανύω
- ἐξανύω και αττ. τ. ἐξανύτω (Α)1. φέρω σε πέρας, επιτελώ, ολοκληρώνω («θεῶν θέσμι' ἐξήνυσε», Σοφ.)2. αποτελειώνω, φονεύω, ξεμπερδεύω («ἧ θὴν σ' ἐξανύω γε καὶ ὕστερον ἀντιβολήσας», Ομ. Ιλ.)3. κυριεύω, κατακτώ4. (για τοπ. ή χρον. διάστημα) διανύω («ἁμέραν τάνδ' ἐξανύσασα», Ευρ.)5. (απολ.) διανύω τον δρόμο προς έναν τόπο, φθάνω κάπου6. (με απρμφ.) κατορθώνω να κάνω κάτι7. μέσ. κατορθώνω να πάρω κάτι από κάποιον.[ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + ανύω «επιτελώ, ολοκληρώνω»].
Dictionary of Greek. 2013.